- ευπάλαιστρος
- εὐπάλαιστρος, -ον (Α)1. αυτός που είναι έμπειρος, επιτήδειος στην παλαίστρα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάλαιστρονη επιδεξιότητα, η ικανότητα στη συζήτηση («τὸ κατὰ τὰς εἰρωνείας εὐπάλαιστρον», Λογγίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παλαίστρα].
Dictionary of Greek. 2013.